Επίλυση συγκρούσεων

Οι περισσότεροι ενήλικοι τείνουν να θεωρούν τις συγκρούσεις των παιδιών ως κάτι «κακό» και ανεπιθύμητο που θα τα βλάψει,  με αποτέλεσμα να προσπαθούν να τις αποτρέψουν ή να παρεμβαίνουν για να διευθετήσουν οι ίδιοι τη διαφωνία. Σε άλλες περιπτώσεις οι γονείς ή οι σημαντικοί άλλοι, προκειμένου να προστατεύσουν τα παιδιά δημιουργούν ένα περιβάλλον «αποστειρωμένο» από ερεθίσματα που εν δυνάμει θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγκρουση.

Οι συνεχείς απαγορεύσεις και η υπερπροστασία σε ένα περιβάλλον αυστηρό χωρίς περιθώριο ευελιξίας και δυνατότητας ανάληψης πρωτοβουλιών μπορεί να προκαλέσουν ψυχική αναστάτωση και απογοήτευση στα παιδιά.  Στην περίπτωση αυτή τα παιδιά δεν αναπτύσσουν εμπιστοσύνη στις ικανότητες τους, παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, αισθήματα ανασφάλειας και αδυναμίας. Επίσης, δεν μαθαίνουν να διαχειρίζονται και να «αντέχουν» την  ματαίωση και την μη εκπλήρωση των επιθυμιών και αναγκών τους.

 

Επίλυση συγκρούσεων

Οι συγκρούσεις με συνομήλικους συμβάλλουν στην ανάπτυξη του παιδιού και αντιπροσωπεύουν μια σημαντική πτυχή της κοινωνικής του αλληλεπίδρασης.

Τις περισσότερες φορές οι συγκρούσεις υποκινούνται από την προσπάθεια μας να ικανοποιήσουμε ορισμένες βασικές ψυχολογικές ανάγκες όπως: α) η ανάγκη να ανήκουμε, β) η ανάγκη να νιώθουμε ότι έχουμε τον έλεγχο, γ) η ανάγκη να ακούγεται η γνώμη μας. Συχνά, τις ανάγκες αυτές τις διεκδικούμε μέσω του θυμού, της επιθετικότητας και της σύγκρουσης. Όταν οι ψυχολογικές μας ανάγκες παρεμποδίζονται, νοιώθουμε ματαίωση και θυμό ο οποίος είναι πιθανό να εκφράζεται με επιθετικότητα.   

Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας έχουν συγκεκριμένα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά  τα οποία αποτελούν τη βάση της επιθετικής συμπεριφοράς. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι, ο εγωκεντρισμός, η συγκεκριμένη σκέψη, οι περιορισμένες γλωσσικές ικανότητες και η αναζήτηση αυτονομίας.

Η ικανότητα των παιδιών να επιλύουν συγκρούσεις βελτιώνεται σταδιακά καθώς αναπτύσσεται η ικανότητα για λεκτική έκφραση και ενσυναίσθηση, κατανόηση δηλαδή της οπτικής των άλλων. Εάν τα παιδιά έχουν ανεπτυγμένη λεκτική ικανότητα και ενσυναίσθηση, είναι προτιμότερο οι ενήλικοι να αφήνουν τα παιδιά να επιλύουν μόνα τους τις διαφορές τους.   

Οι απαραίτητες δεξιότητες για την επίλυση διαπροσωπικών συγκρούσεων αρχίζουν να μαθαίνονται και να αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων και παγιώνονται κατά την εφηβική ηλικία. Η εκμάθηση τους γίνεται μέσω της καθοδήγησης, της ενίσχυσης ή της μίμησης και προβολής προτύπων από τους «σημαντικούς άλλους»  στο περιβάλλον του παιδιού, στο πλαίσιο της οικογένειας, στο σχολείο, στις ομάδες των συνομηλίκων κ.ά.  

 

Βήματα επίλυσης συγκρούσεων:

  1. Προσεγγίζουμε ήρεμα και σταματάμε τυχόν βίαιες ενέργειες. Αν χρειαστεί περιορίζουμε τις κινήσεις των παιδιών. Χρησιμοποιούμε ήρεμη γλώσσα και διατηρούμε την ουδετερότητά μας.
  2. Αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα του παιδιού. Μεταφέρουμε σε λόγια τα συναισθήματα τους, επαναδιατυπώνουμε τις λέξεις με έμφαση στα συναισθήματα και όχι στις πράξεις. Πχ. Όταν ένα παιδί μιλάει άσχημα για ένα άλλο μπορούμε να πούμε με ήρεμο ύφος: ‘’καταλαβαίνω πως μπορεί να είσαι πολύ θυμωμένος και να αισθάνεσαι πολύ άσχημα για να μιλάς έτσι’’ . Δεν θέτουμε στα παιδιά ερωτήσεις την ώρα που είναι συναισθηματικά φορτισμένα και δεν μπορούν να σκεφτούν. Τα συναισθήματα δηλώνονται χωρίς να προβαίνουμε σε αξιολογήσεις σε σχέση με το πρόβλημα ή τη πηγή των συναισθημάτων (δεν προσπαθούμε να λύσουμε εκείνη τη στιγμή ποιος φταίει).
  3. Συγκεντρώνουμε πληροφορίες. Αφού ηρεμήσουν και τα δύο μέρη περιγράφουν τι έγινε.
  4. Επαναδιατυπώνουμε το πρόβλημα. Π.χ. «αν κατάλαβα καλά το πρόβλημα είναι….». Αφηγούμαστε το πρόβλημα και ζητάμε το κάθε μέρος να πει την αφήγηση του άλλου ατόμου.
  5. Εξέταση εναλλακτικών λύσεων. Συζήτηση σχετικά με τους εναλλακτικούς τρόπους διευθέτησης του προβλήματος και τις συνέπειες της κάθε επιλογής. 

Φροντίζουμε να κάνουμε τα παιδιά συνυπεύθυνα σε αυτή τη διαδικασία, συζητώντας μαζί τους και εκμαιεύοντας από τα ίδια λύσεις στις οποίες μπορούν να δεσμευτούν και να τις εφαρμόσουν.

Ένα παιδί μαθαίνει τον κόσμο γύρω του και πώς να αντιδρά σε αυτόν, παρατηρώντας το περιβάλλον και τα ερεθίσματα που το πλαισιώνουν. Στην συνέχεια, μιμείται συμπεριφορές από τα πρότυπα και τους “σημαντικούς άλλους”  (γονείς, συγγενείς κ.α.). Ορισμένες φορές οι συμπεριφορές αυτές ενισχύονται θετικά και παγιώνονται ενώ άλλες φορές δεν ενισχύονται και σταδιακά εξαλείφονται δηλ. σταματούν να εμφανίζονται.

Αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί είναι ότι αφενός μεν η οικογένεια διαδραματίζει τον πρώτο και πιο σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του παιδιού αφετέρου δε σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί την μοναδική εστία επιρροής της ανάπτυξης του.

Το παιδί της σχολικής ηλικίας μιμείται τους συνομηλίκους του αλλά και τα άτομα με τα οποία συναναστρέφεται σε όλα τα διαφορετικά πλαίσια στα οποία βρίσκεται και αλληλεπιδρά, υιοθετώντας συμπεριφορές με βασικό κριτήριο κάθε φορά την αποδοχή και την ένταξη του στο πλαίσιο της ομάδας.

 

Ειρήνη Μπαϊρακτάρη

Η Ειρήνη Μπαΐρακτάρη είναι απόφοιτος του προγράμματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στη Σχολική Ψυχολογία και είναι υποψήφια Διδάκτωρ Σχολικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.